- λαμπαδοφανῶς
- λαμπαδο-φανῶς, wie Fackeln scheinend
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
λαμπαδοφανώς — λαμπαδοφανῶς (Α) επίρρ. φέγγοντας λαμπρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λαμπαδοφανής (< λαμπάς, άδος + φαίνω)] … Dictionary of Greek